- χαλαζοβόλος
- -ον, Ααυτός που ρίχνει χαλάζι («χαλαζοβόλα νέφη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀστραπη-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαζοβόλα — χαλαζοβόλος showering hail neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζοβόλων — χαλαζοβόλος showering hail masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζοβολώ — έω, ΜΑ [χαλαζοβόλος] ρίχνω χαλάζι («χαλαζοβολήσειν μελλόντων νεφῶν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
ԿԱՐԿՏԱՀԱՐ — ( ) NBH 1 1073 Chronological Sequence: Unknown date ա. χαλαζόβολος grandine percussus. Հարեալ ʼի կարկտէ. կարկուտ զարկած, կարկտէ զարնուած. *Իբր զկարկտահար անդ. Լծ. կոչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)